- χέσμα
- τὸ, Α [χέζω]αποπάτημα, κόπρανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χέσμα — excrement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέσματα — χέσμα excrement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χέσματος — χέσμα excrement neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγόχεσμα — το η σκούρα κηλίδα που αφήνει η μύγα πάνω στα διάφορα αντικείμενα, το αποπάτημα τής μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύγα + χέσμα] … Dictionary of Greek